- τύψη
- η1. χτύπημα, πλήγμα.2. μτφ., έλεγχος της συνείδησης: Αν το κάνεις αυτό, θα έχεις τύψεις σ' όλη σου τη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τύψη — η / τύψις, εως, ΝΜΑ [τύπτω] πληγή, πλήγμα νεοελλ. συν. στον πληθ. οι τύψεις ο έλεγχος τής συνείδησης («έχω τύψεις για το κακό που τού έκανα») … Dictionary of Greek
τυψῇ — τύπτω beat fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύψῃ — τύφω raise a smoke aor subj mid 2nd sg τύφω raise a smoke aor subj act 3rd sg τύπτω beat aor subj mid 2nd sg τύπτω beat aor subj act 3rd sg τύπτω beat fut ind mid 2nd sg τύψηι , τύψις beating fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμιστός — ἐνθυμιστός, ή, όν (Α) [ενθυμίζω] ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τόν παίρνει κανείς κατάκαρδα … Dictionary of Greek
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek
σύννοια — η, ΝΜΑ [σύννους] 1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία 2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη νεοελλ. κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. 1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ ἅμα οἷον δέδρακεν… … Dictionary of Greek